Πυανόψια

Πυανόψια
τὰ, Α
βλ. Πυανέψια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πυανόψια — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυανέψια — Αττική γιορτή, που γινόταν την 7η ημέρα του μηνός Πυανεψιώνα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από τη λέξη πύανος, δηλαδή κύαμος (κουκιά), γιατί εκείνη την ημέρα έτρωγαν ένα πιάτο κουκιά και άλλα λαχανικά, ενώ ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Πυανεψιών — και Πυανοψιών, ῶνος, ὁ, Α ο τέταρτος μήνας τού αττικού ημερολογίου, που αντιστοιχούσε με το διάστημα 15 Οκτωβρίου 15 Νοεμβρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυανέψια / Πυανόψια + κατάλ. ών, που απαντά και σε άλλα ον. μηνών (πρβλ. Μεταγειτνι ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”